-
1 δηλέομαι
δηλ-έομαι (A), [dialect] Dor. [pref] δᾱλ- Theoc.15.48: [tense] fut. - ήσομαι: [tense] aor. ἐδηλησάμην: [tense] pf. δεδήλημαι, prob. in act. sense, E.Hipp. 175 (in pass. sense, Hdt.4.198, 8.100):I mostly of persons, hurt, do a mischief to, μήπως [ἵππους] δηλήσεαι, by accident, Il.23.428; also on purpose, ; ἠέ σε.. ἄνδρες ἐδηλήσαντο did thee a mischief, i.e. slew thee, Od.11.401; μή με.. δηλήσεται ὀξέϊ χαλκῷ ([dialect] Ep. subj.) 22.368; of the sword, ῥινὸν δηλήσατο χαλκός ib. 278;ἄλλον δηλήσομαι, ἄλλον ὀνήσω h.Merc. 541
;δ. τινὰ ἔργμασι λυγροῖς Mimn.7
, = Thgn.795: in [dialect] Ion. Prose,ἵνα μὴ ἔχοιέν σφεας δηλέεσθαι Hdt.6.36
, cf. 7.51;πλεῖστόν σφεας ἐδηλέετο ἡ ἐσθής Id.9.63
;τοὺς.. ποτῷ δαλήσατο Κίρκα Theoc.9.36
.II of things, damage, spoil,καρπὸν ἐδηλήσαντ' Il.1.156
; so in Hdt.,γῆν δ. πολλά 4.115
;ἅλμην ἐπανθέουσαν, ὥστε καὶ τὰς πυραμίδας δηλέεσθαι Id.2.12
: freq. in Hom. in the phrase, ὅρκια δηλήσασθαι violate a truce, Il.3.107, al.; of thieves, μή τις.. δηλήσεται ([dialect] Ep. subj.) should steal them, Od.8.444, cf. 13.124.2 abs., to do mischief, be hurtful,ἔνθα κε σὴ βουλὴ δηλήσεται Il.14.102
: c. acc. cogn., ἠδ' ὅσα.. ἄνδρες ἐδηλήσαντο all the mischief they did, Od.10.459. ([dialect] Ep., [dialect] Ion., and rarely [dialect] Dor., Theoc. Il. cc.; cf. δάλλει, πανδάλητος, and perh. ἀδαλές.)------------------------------------Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δηλέομαι
-
2 ὅρκιον
ὅρκ-ιον, τό,A = ὅρκος, oath, Il.4.158, Hdt.1.29, etc.; ὅρκια δοῦναι take oaths, Od.19.302, E.Supp. 1232 (anap.);ὅ. πορεῖν A.R.2.433
; ὅρκια δὲ Ζεὺς ἴστω let Zeus witness our oath, Il.7.411.II mostly in pl., ὅρκια, τά, the offerings and other things used at a solemn oath or treaty,κήρυκες.. ὅ. πιστὰ θεῶν σύναγον Il.3.269
, cf. 245 ;οἱ ἐννέα ἄρχοντες ὀμνύουσιν ὥσπερ ἐπὶ Ἀκάστου τὰ ὅ. ποιήσειν Arist. Ath.3.3
;ὅ. παρεχέτω ὁ ἱερωργός SIG581.91
(Crete, iii/ii B. C.); then, that which is sworn to, treaty, solemn agreement, freq. in Hom. (esp. Il.),οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅ. πιστά 22.262
: freq. in phrase,ὅρκια πιστὰ ταμεῖν 2.124
, cf. 3.105, al. ;κατόπερ τὰ ὅ. ἔταμον SIG45.44
(Halic., v B.C.);ὅ. ἐπιταμνέτω Schwyzer687
D2 (Chios, vii/vi B.C.);ὅ. ποιεῖσθαι SIG591.32
(Lampsacus, ii B. C.) ;ὅ. τελεῖν Il.7.69
;φυλάσσειν 3.280
; ὅ. δηλήσασθαι or ὑπὲρ ὅ. δηλ. violate a solemn treaty, ib. 107,4.67 ;ὑπὲρ ὅ. πημῆναι 3.299
; κατὰ δ' ὅ. πιστὰ πάτησαν they trampled on the treaty, 4.157 ; σύν γ' ὅρκι' ἔχευαν ib. 269 ;ψεύσασθαι 7.351
; ; τὰ ὅ. ἐστί τινι, c. inf., one is bound by treaty to do, Th.6.52 : Hdt. has sg. also in this sense,κατὰ τὸ ὅ. 1.77
; ὅ. ποιέεσθαι πρός τινας ib. 141 : abs., ib. 143, etc. ; ὅ. μένει κατὰ χώρην remains as it was, 4.201 ;ὀμόσαι τὸ ὅ. ἦ μὴν ἐάσειν.. Th.6.72
;ὅρκιον ἔταμον SIG4.10
(Cyzicus, vi B. C.).
См. также в других словарях:
δηλέομαι — (I) δηλέομαι και δαλέομαι (Α) 1. (για πρόσωπα) βλάπτω, φέρνω βλάβη σε κάποιον (τυχαία ή σκόπιμα) (α. «μήπως, ἵππους δηλήσεαι», Ιλ. β. «ἠέ σε... ἄνδρες ἐδηλήσαντο» σέ έβλαψαν, σέ φόνευσαν, Οδ.) 2. (για πράγματα) προκαλώ βλάβες, φθείρω («οὐδὲ ποτ… … Dictionary of Greek